ανοσολογία

ανοσολογία
η
η μελέτη των μηχανισμών με τους οποίους οι οργανισμοί αντιστέκονται και εξουδετερώνουν τη νόσο και τη μόλυνση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. immunology < immune «άνοσος» + -logy < -λογία*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ραδιοανοσολογία — η, Ν (βιοχ.) η ραδιοανοσοδοκιμασία σύμφωνα με τη γαλλική ορολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά ως προς το α και απόδοση ως προς το β συνθετικό λ., πρβλ. γαλλ. radio immunologie < λατ. radius «ακτίνα» + immunologie «ανοσολογία»] …   Dictionary of Greek

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”